χήμωσις

χήμωσις
χήμωσις
an affection of the eyes
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χημώσει — χήμωσις an affection of the eyes fem nom/voc/acc dual (attic epic) χημώσεϊ , χήμωσις an affection of the eyes fem dat sg (epic) χήμωσις an affection of the eyes fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χημώσεις — χήμωσις an affection of the eyes fem nom/voc pl (attic epic) χήμωσις an affection of the eyes fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χημώσεσι — χήμωσις an affection of the eyes fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χήμωσιν — χήμωσις an affection of the eyes fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χήμωση — η / χήμωσις, ώσεως, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. οιδηματώδης διήθηση τού κερατοειδούς χιτώνα τού ματιού, που προκαλεί τον σχηματισμό επηρμένου δακτυλίου γύρω του αρχ. (κατά τον Γαλ.) «χήμωσίς ἐστι ἔπαρμα τοῡ περιοφθαλμίου ὑμένος ὅ καὶ λευκὸν προσαγορεύουσι… …   Dictionary of Greek

  • περιοφθάλμιος — α, ο / περιοφθάλμιος, ον, ΝΜΑ [περιόφθαλμος] αυτός που βρίσκεται γύρω από τον οφθαλμό (α. «περιοφθάλμια χώρα» β. «χήμωσίς ἐστιν ἔπαρμα τοῡ περιοφθαλμίου ὑμένος», Γαλ.) νεοελλ. φρ. «περιοφθάλμια περιτονία» έλυτρο συνδετικού ιστού που περιβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • χημώσεως — χημώσεω̆ς , χήμωσις an affection of the eyes fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”